νηφαλιότητα — η η πνευματική κατάσταση του νηφάλιου, το να έχει κανείς καθαρό μυαλό, ξεκάθαρη σκέψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκνηψις — ἔκνηψις, η (Α) ανάνηψη, επάνοδος στη νηφαλιότητα … Dictionary of Greek
ανανήφω — (Α ἀνανήφω γίνομαι πάλι νηφάλιος, ανακτώ τις αισθήσεις μου ή την πνευματική μου διαύγεια, συνέρχομαι (από μέθη, οργή κ.λπ.) αρχ. κάνω κάποιον να ανακτήσει τη νηφαλιότητα του, τόν συνεφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + νήφω «είμαι νηφάλιος». ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ανανηπτικός — ή, ό [ανανήφω] ο κατάλληλος να επιφέρει ανάνηψη, νηφαλιότητα … Dictionary of Greek
αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
νήψις — νῆψις, ἡ (Α) [νήφω] 1. νηφαλιότητα, σωφροσύνη, πνευματική εγρήγορση 2. ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση … Dictionary of Greek
νηφαλέωσις — νηφαλέωσις, ἡ (Α) νηφαλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηφαλέος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *νηφαλεῶ] … Dictionary of Greek
νηφαλεότης — νηφαλεότης, ἡ (Α) [νηφαλέος] νηφαλιότητα … Dictionary of Greek